- νιτροσουλφονικός
- -ή, -όφρ. «νιτροσουλφονικό οξύ»χημ. ονομασία ανόργανης χημικής ένωσης, γνωστής και ως νιτρωδυλο-θειικό οξύ ή νιτροξυλο-θειικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrosulfonique (acide) < νιτρ(ο)-* + σουλφονικός].
Dictionary of Greek. 2013.